- ψύκτης
- ο, Ν1. ο θάλαμος κατάψυξης τού ψυγείου2. οικιακή συσκευή κατάψυξης και διατήρησης τροφίμων, καταψύκτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχω (ΙΙ) + επίθημα -της*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυροψύκτης — ὁ, Μ 1. μέρος όπου ψύχεται και ξηραίνεται το τυρί 2. (γενικά) τυροκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + ψύκτης (< ψύχω) πρβλ. κατα ψύκτης] … Dictionary of Greek
άμβυκας — Συσκευή για την απόσταξη των υγρών, γνωστή από την αρχαιότητα. Αποτελείται από έναν χάλκινο λέβητα, ο οποίος ονομάζεται σικύα, είναι επικασσιτερωμένος στο εσωτερικό και φέρει σκέπασμα, το κέρας, στο οποίο είναι στερεωμένος ο ελικοειδής ψυκτήρας,… … Dictionary of Greek